29.3.15

insignifican't



Ανεβαίνω τις σκάλες ολόγυμνη, όπως ακριβώς επίτασσαν οι οδηγίες.
Οι παλμοί επιταχύνονται και η ανάσα βαραίνει σκαλί το σκαλί.
Η πόρτα ανοιχτή. Εκπνοή. Ένα βήμα ακόμα. Χαμόγελο. Ανταποδοτικό χαμόγελο και ζεστό βλέμμα. Προαιρετικός υπότιτλος το "όντως συμβαίνει".
Όχι φιλιά και αγκαλιές -- οι οδηγίες θα ακολουθηθούν κατά γράμμα.

Ξέρουμε και οι δύο τι πρέπει να κάνουμε και -κυρίως- τι ακριβώς πρόκειται να ακολουθήσει. Η ακριβής περιγραφή της καύλας και η σιγουριά της ανυπαρξίας των εκπλήξεων είναι που μας έκαναν -μεταξύ άλλων- να συμφωνήσουμε.

Βάζω σαμπουάν στα χείλη μου. Mε ένα παφλασμό του στόματος φτιάχνω μια σαπουνόφουσκα και ξαπλώνω μέσα της χαζεύοντας τα σχήματα των ιριδιζοντων τοιχωματων της.

Το είναι μου, μοιάζει με ένα τεράστιο δωμάτιο -- καθαρό, λουσμένο με γλυκό φως, ήσυχο, άδειο και γαλήνιο. Χρειάστηκε πολύς κόπος, πείσμα, αποφασιστικότητα και σκληρές μάχες με την παράνοια των άλλων και τη δική μου, για να φύγει η μαυρίλα, η σαβούρα, η σαπίλα και ο περιττός θόρυβος.
Όσο πιο κοντά φτάνω σε αυτό που πραγματικά είμαι, οι τοίχοι του δωματίου πάλλονται ολοένα και πιο έντονα σύμφωνα με το μπιτ της κάθε στιγμής -- δεν τους βλέπω, αλλά τους νιώθω -- κι εγώ στη μέση του μεγάλου φωτεινού πουθενά, χορεύω -- χορεύω σαν ένα δίχρονο κοριτσάκι με κοκκινωπες χοροπηδηχτές μπούκλες -- όπως ήμουν κάποτε, στο πιο ειλικρινές κάποτέ μου.
Εντυπωσιάζομαι από το χρονικό διάστημα στο οποίο το δωμάτιο αυτό παραμένει ακέραιο. Όσες αποχρώσεις ή μορφές κι αν τα γύρω πάρουν, η γαλήνη, η ομορφιά και η ηρεμία του μένουν άθικτα. Και αυτό δεν ξέρω αν θα μπορούσα να του δώσω μια επίσημη ονομασία, αλλά μπορώ, νομίζω, αυθαίρετα να το αποκαλέσω "σπουδαίο κατόρθωμα".

Η θηλυκότητα δεν υπάρχει. Συστατικό κι αυτό της performance μας είναι. Άλλοτε σημαντικό, άλλοτε αμελητέο, αλλά πάντοτε ένα αξεσουάρ -- σαν τα καπέλα.. ή τις μάσκες.
Όταν τα σώματα ακουμπούν μεταξύ τους, τα αξεσουάρ μένουν να τα κοιτούν αποσβολωμένα απο το ύψος του πατώματος.

Αφήνω τα ρούχα που κρατούσα σε μια άκρη και πλησιάζω προς το κρεββάτι.
Ζεσταίνω τα χέρια μου με την ανάσα μου και αρχίζω να χαϊδεύω και να πιέζω το δέρμα της πλάτης.
Δεν σκέφτομαι, δεν φαντάζομαι, δεν είμαι -- δεν υπάρχει τίποτα ικανό να μπερδευτεί ανάμεσα σε δύο χέρια, μια πλάτη, δύο ανάσες. Νιώθουμε. Νιώθω και τα όλα του όλου γίνονται ηλεκτρισμός που διαχέεται μέσω των ακροδαχτύλων.
Έχω ανάγκη να δαγκώσω, να γλείψω, να προσφέρω ο,τι υγρό διαθέτει το σώμα μου για να σβήσω τον ηλεκτρισμό. Συγκρατούμαι περιμένοντας το σινιάλο -- όπως έχει συμφωνηθεί στις οδηγίες.

Υπάρχουν φορές που ελπίζω. Που περιμένω να δω εκείνα τα όμορφα που εκκολάπτονται και συμβαίνουν κάθε στιγμή -πιθανότατα ακόμα και σε αυτή εδώ- και που μέχρι τώρα μου διαφεύγουν, για να αναφωνήσω πως έγινε το θαύμα επιτέλους. Υπάρχουν και φορές που διακρίνω την αλήθεια της πραγματικότητας μέσα στο μαύρο των ματιών της και σαστίζω με την κυνικότητά της και τον αδίστακτο και σκληρό τρόπο που με γειώνει.

Αντιμετωπίσαμε τους καθρέφτες μας και τους αντικατοπτρισμούς μας, διαβάσαμε τις λέξεις ως είχαν ή ανάποδα και χορέψαμε στα κενά ανάμεσά τους. Μάθαμε να αντιλαμβανόμαστε κώδικες, σινιάλα και σύμβολα. Γελώντας, ακουμπήσαμε έννοιες που δεν έχουν οριστεί γιατί ίσως δεν γίνεται να οριστούν και τολμήσαμε να κάνουμε τις μακριές, απογευματινές μας βόλτες σε άλλες διαστάσεις. Κλείσαμε το μάτι στο τώρα, "ξεπεράσαμε" τα όριά μας και καβαλήσαμε άχρονες στιγμές γευόμενοι αιωνιότητες.
Συναντήσαμε κι άλλους που καταλάβαμε πως μπορούν να κάνουν το ίδιο και διαπιστώσαμε πως όχι μόνο δεν ήμασταν άγνωστοι μεταξύ μας, αλλά και πως ποτέ δεν ήμασταν μόνοι τελικά.
Από ένα σημείο και μετά, μαζευτήκαμε αρκετοί -- παραπάνω απ'όσοι πιστεύαμε εξαρχής τουλάχιστον. Πολλές συχνότητες, πολλοί κώδικες που όλοι τους μιλούν, φτιάχνουν, ζητούν και διψάνε και το ίδιο ακριβώς αόριστο (ή μη αόριστο) πράγμα.
Περάσαμε τέλεια, επικοινωνήσαμε, διασκεδάσαμε, ενωθήκαμε μεταξύ μας και όλοι μαζί με το σύμπαν. Νιώσαμε λιγότερο περίεργοι, "απροσάρμοστοι", "μη-κανονικοί". Και;
Όχι, αλήθεια, πες μου: και;

Κλείνω τα μάτια για όσο διαρκεί μια ανάσα και ένας ισοπεδωτικός ανεμοστρόβιλος εισβάλλει μέσα στη σαπουνόφουσκά μου και την σκάει. Ξανά. Γιατί; Πάμε πάλι. Πάμε πάλι από την αρχή.

Ένα μαντήλι αρκεί για να μου αφαιρέσει την αίσθηση της όρασης. Ξαπλώνω μετά από την έλευση του σινιάλου. Νιώθω αηδία, αποστροφή και σχεδόν δεν προλαβαίνω να νιώσω τίποτα. Νιώθω την μεταλλική γεύση ενός χαστουκιού μέχρι να ακολουθήσει ένα επόμενο χαστούκι, όλα να σκοτεινιάσουν μέσα στα δεμένα μάτια και να γεμίσουν με εκείνα τα αστράκια που συνηθίζεται να συνοδεύουν τα χαστούκια στα κόμιξ. Μια αβυσσαλέα μαυρίλα πνίγει το τώρα κι εγώ, τώρα, βρίσκομαι εντελώς συνειδητά πίσω απο το υποσυνείδητο. Εδώ στο τώρα.
Πίεση, πόνος. Έχω καταπιεί μια βόμβα. Η έκρηξή της θα κανει τα κύτταρά μου να διασπαστούν και να σκορπιστούν σε κάθε γωνιά του σύμπαντος, στο κενό, στο απόλυτο τίποτα -- αυτή, η πολυπόθητη, ηδονική έκρηξη...
Οι οδηγίες απαγορεύουν αυστηρά την ένωση σωματικών υγρών.

Ματαιότητα. Όσες γεύσεις κι αν εισχωρήσουν μέσα στους πόρους της γλώσσας, εκείνη της ματαιότητας επικρατεί.
Ίσως να μην είμαστε τόσο γενναίοι όσο πιστεύουμε για να απαρνηθούμε τους εαυτούς μας όπως μέχρι τώρα τους γνωρίζαμε ή να ξεπεράσουμε πραγματικά τα όριά μας. Ίσως να μην είμαστε τόσο έξυπνοι όσο νομίζαμε. Ίσως να χτίσαμε έναν φανταστικό κόσμο και να χωθήκαμε μέσα του γιατί απλά βαρεθήκαμε τον κόσμο που ήδη υπάρχει ή γιατί δεν είχαμε κάτι άλλο καλύτερο (ή ομορφότερο) να κάνουμε. Ίσως πάλι να είμαστε λίγοι, εξελικτικά ανεπαρκείς.
Ίσως και όχι.
Ίσως να μην έχουμε ανακαλύψει ακόμα την φόρμουλα που θα μας οδηγήσει στο ένα βήμα παραπέρα.
Ίσως απλά να κάνουμε κύκλους γύρω απο τους εαυτούς μας ή να έχουμε τεράστια προβλήματα έκφρασης και συντονισμού -- κυρίως συντονισμού.
Δεν έχω ιδέα... Υποθέσεις κάνω...

Έπειτα από μια ώρα και δέκα λεπτά ακριβώς, βρισκόμαστε ξαπλωμένοι σαν παράλληλες λαχανιασμένες ευθείες. Θέλω τσιγάρο, θέλω ντουζ, θέλω αγκαλιά, θέλω μια απειροελάχιστη στιγμή τρυφερότητας. Χαμογελάω και λαμβάνω ανταποδοτικό χαμόγελο. "Σσσσςςς" λέω και σηκώνομαι. Παίρνω το πάπλωμα που ήταν ακουμπισμένο στην πολυθρόνα και σκεπάζω την έτερη ολόγυμνη ευθεία. "Δεν χρειάζεται να σηκωθείς" ψιθυρίζω. Μαζεύω τα πράγματά μου απο το πάτωμα, ντύνομαι και φεύγω, ενώ το μυαλό βρίσκεται ακόμα σε κατάσταση εκστατικού οργασμού. Όσο εύχομαι να μην συναντήσω κάποιον γνωστό μπροστά μου, κοιτάζω το γύρω περιβάλλον. Η πόλη μοιάζει πιο κρύα, πιο γκρίζα, πιο άδεια και λιγότερο μαγική. Μπορεί αυτό να είναι το αληθινό της πρόσωπο.

Αν αυτό που κάναμε είχε κάποια επίσημη ονομασία, αυτή θα ήταν "αυνανισμός με σαδομαζοχιστικά στοιχεία". Εγώ θα επέλεγα κάτι που θα είχε μέσα του τις λέξεις "πραγματικότητα","ειλικρίνεια" και σίγουρα τη φράση "απουσία ερωτικών συναισθημάτων".
Κανείς δεν φτιάχνει παραμύθια για τον άλλον. Κανείς δεν ελπίζει για κάτι περισσότερο -- τα όρια ξεπερνούνται εξαρχής και μας θυμίζουν πως τελικά δεν υπήρχαν ποτέ. Κανείς δεν χρειάζεται να πει ψέμματα, να δείξει κάτι διαφορετικό απ'ότι είναι ή να προσποιηθεί -- να προσποιηθεί συναισθήματα. Όλα, γίνονται σύμφωνα με τις προδιαγεγραμμένες οδηγίες.

Ίσως να είμαι συναισθηματικά νεκρή. Ίσως να έχω απογοητευτεί περισσότερο απ'όσο φαίνεται. Ίσως όντως αυτός ο τρόπος να είναι ο πιο ειλικρινής -- μέχρι τουλάχιστον να έρθει το "ιδανικό", αν αυτό δεν είναι "ιδανικό". Ίσως έτσι να μοιάζει η ζωή έξω απο την σαπουνόφουσκα.
Ίσως και όχι.
Ίσως  αυτό να είναι το καταλληλότερο αντίδοτο για όταν κλαψουρίζω σιωπηλά "θέλω αγκαλιά" και "γιατί να μην είσαι τώρα εδώ" -- δεν θα με πάρεις αγκαλιά, δεν θα είσαι "τώρα εδώ". Για τα χαστούκια της πραγματικότητας δεν υπάρχουν οδηγίες, δεν είσαι προετοιμασμένος και είναι πολύ πιο δυνατά.
Ίσως πάλι να είμαι πολύ σκληρή με τον εαυτό μου, όντως -- αλλά η αλήθεια είναι πως αφενός δεν έμαθα και ούτε μου έμαθαν ποτέ να μου φέρομαι διαφορετικά και αφετέρου, όσο κι αν ψαχνω δεν βρίσκω τον λόγο για να μην είμαι.

Δεν ξέρω.  Υποθέσεις κάνω....

Βρίσκομαι μέσα στο φωτεινό, καθάριο δωμάτιο με τους παλλόμενους τοίχους. Στην αρχή δεν μπορούσα να συνηθίσω τη μοναξιά -- τώρα πια δεν με ενοχλεί.
Σκέφτομαι να πάρω ένα μαύρο σπρέι και να γράψω στους τοίχους κάτι έξυπνο, με παλμό και λακωνικό που να λέει πάνω κάτω πως κουράστηκα με τις αποκωδικοποιήσεις και τις ερμηνείες. Πως βαρέθηκα με τον αυτοσκοπό της διαπίστωσης των ενώσεων και την ίδια την ματαιότητα. Πως θέλω να μιλάς. Να μου μιλάς ξεκάθαρα και απευθείας, χωρίς υπονοούμενα, έντεχνα κείμενα ή στίχους. Πως ναι, είναι όμορφα όλα αυτά και μας βοηθάνε να κάνουμε και λίγη τέχνη, αλλά η τέχνη ως τέχνη είναι για τον πούτσο -- και πιθανότατα και εμείς, για τον πούτσο είμαστε. Πως δεν μπορώ να σταματήσω να αναρωτιέμαι αν τα έχω όλα τελικά ή αν τελικά δεν έχω τίποτα. Πως οι υπερβατικές μας ενώσεις δεν μοιάζουν με ο,τιδήποτε άλλο και δεν μπορούν να σταματήσουν να με ξεπερνούν. Πως που και που με πληγώνεις και μισώ όταν συμβαίνει αυτό. Πως μου θυμίζεις όλα όσα θέλω και δεν έχω. Πως με κάνεις ακόμα να νιώθω.
 Όσο δεν μου'ρχεται όμως η ατάκα που να μου αρέσει και να ειναι η καταλληλότερη, τόσο απορρίπτω την ιδέα του graffiti.
Προτιμώ αυτό το δωμάτιο της πραγματικότητάς μου να μείνει καθαρό τελικά τώρα -- κάνει ωραία αντίθεση με την υπόλοιπη πραγματικότητα έτσι.
Δεν ξέρω...

Χορεύω σαν δίχρονο κοριτσάκι με το μπιτ της στιγμής.

Τα κείμενά μου χάνουν την μουσικότητά τους και δεν ξέρω καν πως ακριβώς μπορεί να παιχτεί το παιχνίδι ώστε η πραγματικότητά μας να μην μοιάζει ως "αμοιβαίο αυνανισμό με σαδομαζοχιστικά στοιχεία".
Δεν μπορούμε να βάλουμε εδώ οδηγίες -- οι οδηγίες προϋποθέτουν απουσία συναισθημάτων.
Τα συναισθήματα είναι αυτά που δυσκολεύουν τα πράγματα, και αυτό το δύσκολο όταν ξεπεραστεί είναι που κάνει τις πραγματικότητες να φτάνουν στο "ιδανικό".
Στο παραμυθένιο. Στο μαγικό.

Φτάνουν όμως όντως ποτέ;

Δεν έχω ιδέα.