14.9.14

Κυνόδοντες

"Χριτς χρατς
Ροκανίζω τον χρόνο και ανοίγω τα λαγούμια μου στην πραγματικότητά σας. 
Χριτς χρατς, χριτς χρατς
Ανθρωπόμορφα γκρίζα ποντίκια ακροβατούν επάνω στις εύθραυστες κλωστές που ενώνουν όλα τα δίπολα του σύμπαντος. Κρατώντας κόκκινες ομπρέλες ισορροπούν, προφυλάσσονται και εγκλωβίζονται στη σκιά τους ή έστω, εναποθέτουν τις ψευδαισθήσεις ασφάλειας και στήριξης στο πιο άχρηστο γκάτζετ της ανθρωπότητας. 
Χριτς χρατς, χριτς χρατς, χριτς χρατς χρουτς"


Τινάζω διακριτικά τα ροκανίδια που άφησαν πάνω στην κόλλα Α4 τα νεογέννητα από το μπλε στυλό γράμματα και με βλέμμα-αλαρμ κοιτάζω ολόγυρά μου.
Έχουν περάσει σαρανταπέντε εκατομμύρια χρόνια και τρεις αιωνιότητες από τη τελευταία φορά που έγραψα κάτι και δεν έχω πια τετράδιο, τοίχο και σάιτ που να χωράει τις λέξεις μου. Έκανα τέχνη την ίδια μου τη ζωή είπε κάποιος όχι όταν διάβασε αυτό που ήθελα να πω, αλλά όταν το ένιωσε μέσα από τις πράξεις.
Ξυπνάω, ξεκαθαρίζω, ξεπερνάω, ξεκουνάω, ξεκινάω και το στόμα γεμίζει με μια στρατιά "ξ" που μεθοδικά λιμάρουν την φυλακή της οδοντοστοιχίας στην προσπάθειά τους να ελευθερωθούν. Κάποια από αυτά χάνουν τον δρόμο, ξεγλιστρούν και φτάνοντας στα δάχτυλα μουρμουρίζουν "γράψε, γράψε λίγο ακόμα" ξεγελώντας τις άκαμπτες καθετότητες του "όχι άλλο πια".

Ρε φίλε, αφού έτσι έχουν τα πράγματα και φτάσαμε μέχρι εδώ, για κυνόδοντες θα ήθελα να γράψω και δεν με νοιάζει για το τι θα ήθελες εσύ-- "φαροφύλακας" είπε κάποιος, κάποτε.

Θα ήθελα να γράψω για τότε που οι ψευδαισθήσεις αγάπης, εμπιστοσύνης και συντροφικότητας έβγαλαν φτερά και πέταξαν προς άγνωστη κατεύθυνση· που το κρύο -το μεσαεξω κρύο-, η πείνα, το μηδέν του υπολοίπου σε ευρώ και ανθρωπιά ήταν περισσότερο πραγματικά ακόμα και από την ίδια την πραγματικότητα· που η ανυπαρξία ελπίδας και το απόλυτο τίποτα οδήγησαν στην πρώτη μεγάλη μάχη και έκαναν τα δόντια να σφίξουν τόσο πολύ, τόσο σφιχτά, τόσο δυνατά για να αντέξει το υπόλοιπο κεφάλι, ώστε ο πρώτος κυνόδοντας *ΚΡΑΚ* να σπάσει.
Τα "απόλυτο τίποτα" και "μηδέν ελπίδα" ήταν οι ανεστραμμένες τους έννοιες μεταμφιεσμένες και έγιναν τα κλειδιά για την επόμενη πίστα -- φίλε, γνωρίζεις το πως μοιάζουν το "απόλυτο τίποτα" και η "μηδέν ελπίδα" όχι ως λέξεις, όχι ως κάτι αφηρημένο ή ως φιλοσοφικές παπαριές, αλλά ως η μορφή του δρόμου που βαδίζεις, ως τώρα, ως βίωμα, ως συναίσθημα; Έχεις αφήσει ποτέ το γκρίζο τους να φτάσει μεεεεέχρι το ύψος των ματιών;
Τον ήχο εκείνου του *ΚΡΑΚ* τον διαδέχεται ένα συγκρατημένα θριαμβευτικό *Γκλιν, γκλον, γκλιν, γκλον* και αντί για νομίσματα, μπανάνες ή τρόπαια τερματισμού αυτού του λέβελ, ολόγυρα έπεσαν σπουδαίοι άνθρωποι, αγκαλιές, ειλικρινείς βλέμματα και λαμπρές αλήθειες φρικιαστικού μεγέθους -- αν θες, οπτικοποίησέ τα και οχτάμπιτα. Μπορεί να έχει περισσότερη πλάκα έτσι.
 Στα "δεν γίνεται", "δεν μπορώ", "δεν υπάρχουν άνθρωποι", "δεν είναι δυνατό" όλα τα "δεν" γίνανε μπαλόνια και πέταξαν μέχρι εκεί που φτάνει το βλέμμα και ακόμα παραπέρα, μαζί με τον φόβο σε όλες του τις διαστάσεις. Και ρε συ, έχεις φανταστεί πως μπορεί να μοιάζει ένας κόσμος στον οποίο το μόνο που θα φοβάσαι θα είναι το επόμενο πράγμα το οποίο θα ανακαλύψεις ότι δεν φοβάσαι;
Έτσι λοιπόν, ο χαμός του ενός κυνόδοντα αποτυπώθηκε σε ένα τεράστιο "ΜΑΖΙ" και στο χαμόγελο αχνοφαινόταν πια ένα μαύρο κενό στη δεξιά του πλευρά

Μετά, στο μετά της ιστορίας, θα ήθελα να γράψω για λέξεις, σκέψεις και θεωρίες που ψάχνουν για ισορροπία και που ελέω ζωής και όχι παραβολής, θα ισορροπήσουν εν τέλει. Αναπόφευκτα. Για ένα ντεμέκ κίνητρο που ξεγελά ύπουλα το μυαλό και με τη "λογική σκέψη" στο ρόλο καρότου, προκαλεί το σώμα να το ακολουθήσει -- η ύλη, τα χρήματα, πόσο σημαντικά και αναγκαία είναι αλήθεια στον δικό σου κόσμο; Τι είσαι ικανός να κάνεις, να φτάσεις, να χάσεις μέχρι να αποκτήσεις;
Η Αλίκη παίρνει το άλλο το χάπι και το εγώ ξαφνικά μικραίνει και φτάνει να έχει το μέγεθος μιας άνω τελείας· οι μέχρι τώρα εμπειρίες πετιούνται στα σκουπίδια μαζί με τα μαρουλόφυλλα και τα υπολείμματα γκουρμέ καβουρομακαρονάδων· το κεφάλι, η σπονδυλική στήλη, τα χέρια, τα πόδια, το είναι ολάκερο σφαδάζουν από τον πόνο· τα δάχτυλα γεμίζουν πληγές και κομματιάζοντας ρόκες, σκόρδα και μαϊντανούς σταματάς να σκέφτεσαι -- έχεις αναρωτηθεί ποιος θα είσαι αν σταματήσεις να σκέφτεσαι; Ξέχασε ό,τι ξέρεις, μα ποτέ δεν θα ξεχάσεις το ποιος είσαι, ποιος πραγματικά -χωρίς χρυσόσκονες ή φανταχτερά και κατά τόπους βολικά περιτυλίγματα- είσαι, φίλε. Το χειροπιαστό, αυτό που πέταξες κάποτε και μετά το λαχταρούσες -όπως κάποιος έγραψε κάποτε-, έγινε η καθημερινότητα και ένα καλοκαίρι μεταφράστηκε σε κέικ και σαλάτες άγονης γραμμής, κροκ μαντάμ και καθαρά πιάτα. Το μυαλό λαχταρά κι άλλα χειροπιαστά, το σώμα και οι εικοσιτέσσερις ώρες της ημέρας όμως έχουν αντίθετη άποψη. Τα δόντια σφίγγουν· σφίγγουν σε κάθε άγγιγμα του κουμπιού του πλυντηρίου, σε κάθε φιλέ άνηθου· σφίγγουν κάθε πρωί που ξυπνάς και βλέπεις το γύρω σου, κάθε φορά που θυμάσαι, κάθε φορά που θέλεις μια αγκαλιά. Τα δόντια σφίγγουν σε κάθε πόνο του σώματος, σε κάθε κόψιμο δαχτύλου, σε κάθε προσβολή. Κάθε φορά σφίγγουν ολοένα και πιο δυνατά. *ΚΡΑΚ*.
Με αυτό τον τρόπο και μέσα στον καύσωνα τον χάσαμε τον αριστερό κυνόδοντα και το αυθεντικά θλιμμένο βλέμμα με τις εκφραστικές λάμψεις -ίδιο με της μητέρας του, όπως είπε κάποιος- απέκτησε ένα ισομετρικών μαύρων κενών χαμόγελο. Το πείσμα νίκησε, το στοίχημα κερδήθηκε, το μήνυμα ελήφθη και οι λέξεις λιγόστεψαν -- "ΠΡΑΞΕΙΣ'.

Ιστορίες...

Τώρα εσύ... εσύ ίσως να μην ήθελες να τα διαβάσεις όλα αυτά. Ίσως να περίμενες απλά λόγια, μεγαλειώδεις λέξεις αγάπης ή περισσότερο εσύ, αράδες πιο συγκεκριμένες ή πιο αφαιρετικές, ποιήματα ή παραμυθιάσματα. Ίσως να ήθελες ακριβή λογοτεχνία ή νοήματα διδακτικά όμως η μία μορφή της πραγματικότητας μοιάζει έτσι σε αυτό το τώρα και, ξέρω, σε κανέναν δεν αρέσει να διαβάζει σοβαρά για πραγματικότητες -- μα ούτε και για τον θάνατο δύο κυνοδόντων, είναι η αλήθεια.
Ίσως, αν ίσως, θα μπορούσαμε να χαθούμε μέσα στα ίσως.

Τώρα εσύ... εσύ δεν είσαι εδώ και εγώ παίζει και να πλήρωνα κάποιον οποιονναναι είκοσι ευρώ για μια τρίωρη αγκαλιά -- αν θες τελικά να μιλήσουμε και ανθρώπινα, φίλε.


Χριτς χρατς, χριτς χρατς, χριτς χρατς χρουτς

Η (χωρίς τόνο) δουλεια δεν τελείωσε, ώστε να μπορούμε να μιλήσουμε για.... ελευθερία όπως κάναμε κάποτε.

Χριτς χρατς, χριτς χρατς, χριτς χρατς χρουτς, χριτς χρατς

Ροκανίζω την σκουριά, το ψέμα, την λήθη και την απουσία, ανοίγοντας λαγούμια στην πραγματικότητα..
Δεν ξέρω τι θα ακολουθήσει, αλλά οπτικοποίησέ το λιγότερο μυστικιστικό, περισσότερο φωτεινό ή και οχτάμπιτο με ένα connect the dots χαμόγελο, αν πιστεύεις πως έτσι, θα έχει πλάκα.

-

Αυτή τη Κυριακή, μερικά "ξ" ξέφυγαν. Ξημερώνοντας θα τα έχουμε ξαναφυλακίσει -- έστω προσωρινά. Ίσως.