10.11.13

Επιπλέω και Βουλιάζω



Σκορπίζομαι· τρέχω γρήγορα στους δρόμους και αδιαφορώ για τα κομμάτια μου που πέφτουν -- ίσως έτσι να γίνω πιο μικρή, πιο ανάλαφρη, πιο λίγη, πιο ελεύθερη.
Ίσως έτσι να καταφέρω να μην πονάω, να μην νιώθω, να μην είμαι, να γίνω κάτι άλλο επιτέλους.
Ένα διαφορετικό -και γνώριμο όμως- άλλο.

Γίνομαι η μπλε ώρα, το φοντύ σοκολάτας σου, το Α' του Κενταύρου, οι μαύρες μπαλαρίνες, η Γράπα και το όμορφο κουτάκι του λιπ μπαλμ· γίνομαι το πλυντήριο, το σακούλι με τα μπαχαρικά, η δαντελένια ρόμπα, το haute couture μπλουζάκι, τα κεριά, το γλυκό, το καλειδοσκόπιο και το χρυσό γατάκι που σου χάρισα· βρίσκομαι μέσα στις μπύρες, στον καφέ, στο φαγητό, στην διπλανή θέση στο μπαρ, στην πλατεία, στο ταμείο του φερστ, στο καφενείο, στο λαιβ, στο αυτοκίνητο, στις σημαντικές και ασήμαντες στιγμές σου, στο μάνσκιν και το μπουρλότ. Είμαι στο chat, στα γράμματα που σου 'γραψα, στα μηνύματα του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου σου και στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής.
Θα σε ακούσω να μιλάς για ζώδια, για μπάλα, για μουσικές και ταινίες και τέχνη, για την καθημερινότητά σου και για τα ταξίδια σου, τους Λαχού και τους Μπητλς, για φεστιβάλ ή σουρεαλιστικά short movies, για φιλίες και αγάπες και παρελθοντικές ζωές. Διάβασέ μου ακόμα ένα γράμμα προς την μούσα σου, θέλω να ακούσω για εκείνο το εγώ σου που και σε εσένα ξένο μοιάζει πια. Πες μου για πίστη, θεούς και θρησκείες, πες μου για ρίσκα, πες μου για ασφάλειες, για ανθρωπιά και ανθρώπους, πες μου για πόθους και φόβους και ελπίδες και όνειρα και ελλατώματα και δειλίες και ομορφιές και ασχήμιες. Διψάω να ακούσω σκέψεις μέθυσμένες, χαοτικές, ντροπαλές, συγκρατημένες, ακατανόητες -- προς τους άλλους, εγώ σε καταλαβαίνω και το ξέρεις. Μάθε μου πως να εμπιστεύομαι, δείξε μου πως να δίνομαι, δίδαξέ με τον "κατανοητό" τρόπο να αγαπάω. Πες μου μια ιστορία, πες μου μια όμορφη, μια αστεία, μια σπουδαία, για σένα, ιστορία. Μιλάμε για να μην σκάσουμε και λέμε πιασάρικα τσιτάτα για να πείσουμε πρώτα με αυτά τους ίδιους μας τους εαυτούς.
Είμαι εδώ, είμαι παντού.
Είμαι πουθενά.
Κάνω το τίποτά μου να μοιάζει με κάτι· με κάτι ταπεινό, άδειο, μα και σπουδαίο -- που στιγμές στιγμές δεν το αντέχεις. Νομίζω πως κι εσύ το ίδιο κάνεις.
Μην σκέφτεσαι το τι περάσαμε, το τι ζήσαμε για να φτάσουμε εδώ και το τι θα ζήσουμε, χώρια, σε λίγο. Σκέψου πως είμαστε, τώρα, αυτή τη στιγμή, μαζί -- όχι μόνοι, μαζί.
Δεν μπορώ να σου υποσχεθώ τίποτα για το μετά. Το ξέρω πως σε τρομάζει αυτό, πως νιώθεις καλύτερα κάτω από το πέπλο της σιγουριάς και των υποσχέσεων -- η ειλικρίνεια και τα παραμύθια δεν θα έπρεπε να σε τρομάζουν αγάπη μου.
Όμως απέναντι στο χαμόγελό σου και το καθάριο βλέμμα σου, μέσα στην αγκαλιά σου και στις ειλικρινείς συζητήσεις και στα φιλιά, στη ζάλη της 2ης μπύρας και των μεθυσμένων εξομολογήσεων, στην εκπνοή της κουρασμένης ημέρας, μέσα στη ντροπιαστική ευγνομωσύνη της βοήθειας, του κερασμένου καφέ και στην ζεστασιά του καναπέ σου, βρίσκεται το εγώ. Εκείνο, το αληθινό, χωρίς τις άμυνες, χωρίς τους τοίχους, χωρίς τις μάσκες. Εκείνο το εγώ που δεν δίνει μια για το αν είναι όμορφο ή άσχημο ή βαρετό ή ενδιαφέρον, που δεν το νοιάζει αν αγαπιέται ή μισιέται, που δεν εχει ανάγκη τα λόγια ωστε να εκφράσει τα συναισθήματα, που δεν περιμένει τίποτα και γελάει με τα "πρέπει".
Σου δίνω ένα πεταχτό φιλί και καταβάλλω υπεράνθρωπες προσπάθειες ώστε να μην μπλέξω τα δάχτυλά μου με τα δάχτυλά σου, να μην χαιδεψω τα μαλλιά σου.
Μου δίνεις υπερηρωικές δυνάμεις και κουράγια, ψευδαισθήσεις ασφάλειας και συντροφικότητας και, δεν λέω, μπορεί εκείνη τη στιγμή να είναι όλα αληθινά, όμως δεν μπορώ να ξεχάσω τις στιγμές που σου αρέσει να με βλέπεις να σέρνομαι, να τσαλακώνομαι, να πονάω, να απομακρύνομαι, να προσπαθώ να είμαι κάτι άλλο, να νιώθω κάτι άλλο, να αμφισβητώ, να ξεχνάω, να κλείνω τα μάτια σε αυτό που συμβαίνει τώρα, εδώ.
Επιλέγεις κομμάτια μου, μα δεν θα ενδιαφερθείς να δεις το πως μοιάζουν οι φόβοι και οι εφιάλτες μου, το σχήμα των πληγών μου, το χρώμα της μοναξιάς και το μέγεθος της ανασφάλειάς μου. Δεν θα μάθεις -όχι από εμένα τουλάχιστον- πως νιώθει ένας άνθρωπος που τα έχει χάσει όλα, που χρησιμοποιεί τις στάχτες του για να πλάσει το νέο του σχήμα -- θα σου μιλήσω μόνο για το πόσο μαγική, ανατρεπτική και γαμημένα όμορφη είναι η ζωή. Αυτό "πρέπει" να γνωρίζεις ακόμα και αν δεν το ζητήσεις.

Μην αγχώνεσαι αν σήμερα και χθες και προχθές δεν έφαγα, να ανησυχείς για το ότι δεν ξέρεις πως κατέρρευσα στα σκαλιά του σπιτιού σου, πως έπεσα, σκούπησα τα αίματα από τα γόνατά μου και σηκώθηκα σαν να μην συμβαίνει τίποτα, πως πήγα στην τουαλέτα για να ξεπλύνω τα δάκρυά μου, πως η λέξη "δύσκολο" περιλαμβάνει ένα σωρό αφόρητα πραγματικά και αληθινά δύσκολα, πως πριν πω το πρωί "η ζωή έχει καλά και κακά, η ζωή είναι ζωή και η ζωή είναι ωραία τελικά" έχω ήδη σκεφτεί τριαντατέσσερις τρόπους αυτοκτονίας και παραίτησης, πως κάθε μέρα σκορπίζομαι και σκορπίζω οτιδήποτε μου ανήκει. Ξεχνάς πως δεν είμαι άφθαρτη και πως ντεφάκτο όλα έχουν τουλάχιστον δυο όψεις. Ξεχνάς πως μου λείπει το μαξιλάρι μου, ο πρωινός καφές, η ηρεμία, το βόλεμα και το αγαπημένο μου σημείο στο βουνό που είναι πιο σπιτίσιο και από το ίδιο μου το -τότε- σπίτι.
Ξεχνάς πως ζω εδώ. Στο τώρα σου, στο εδώ, στο όλον και το τίποτα, στην παρουσία και την απουσία σου. Πως είμαι παράσιτο αλλοτινών ζωών.
Πως τώρα τρέχω· τρέχω για να ξεφύγω από τον πόνο του πριν και τις ελπίδες του μετά· τρέχω σε ένα κυνήγι χαμένου θυσαυρού όλων εκείνων που έχω χάσει· τρέχω γιατί έτσι θα καταφέρω να επιπλεύσω και δεν θα βουλιάξω.
Μην με ζηλεύεις, μην με θαυμάζεις, μην με φοβάσαι, μην με λυπάσαι.
Προπάντων όμως, μην κάνεις το λάθος να χαρείς για την δικιά σου σταθερότητα και επιτυχία μέσω της δικιάς μου φαινομενικής αστάθειας και αποτυχίας. Όλοι κουκκίδες στο σύμπαν είμαστε. Όλοι -πάνω κάτω- το ίδιο ασήμαντοι, μεγαλομανείς και ματαιόδοξοι είμαστε.

Κάποιος είπε κάποτε, πως σκότωνα συναισθήματα. Μα δεν έβλεπε πως τα δικά μου συναισθήματα δεν έμοιαζαν με κουτάβια αλλά με καρπους γερικων δέντρων. Κάποιος είπε πως η θεωρία μου περί του απόλυτου γκρι μιλούσε για μετριότητα, μα δεν μπορούσε να αντιληφθεί την έννοια της αρμονίας. Κάποιος είπε πως είμαι αυτοκαταστροφική, μα κοίταζε μόνο τα χείλη που μάτωναν ανοιγοκλείνοντας και δεν άκουγε τα λόγια που ξεστόμιζαν. Κάποιος, κάποτε, είπε πως στην ζωή μου πηγαίνω κι ερχομαι και φεύγω, φεύγω, φεύγω και πως τα έχω κάνει όλα σκατά, μα δεν μπορούσε να αντιληφθεί πως ειμαστε ανικανοι να βγάλουμε νόημα από τις ζωές των άλλων γιατί δεν τις ζούμε εμείς.

Εμείς την γράφουμε την ιστορία μας -- δεν έχει σημασία αν θα τη γράψουμε σε περγαμηνές, δερματόδετα βιβλία ή μπλε σχολικά τετράδια· φτιάξε μου ένα τσάι, έναν διπλό ελληνικό καφέ, βάλε σε ένα μπολ μερικά φρούτα, ταχίνι και ξηρούς καρπούς, άλειψε μου σε μια φέτα ψωμί βούτυρο και μέλι και θα σου μιλήσω για τα κεντρικά πρόσωπα της δικής μου ιστορίας, την πλοκή αλλά και τον δικό σου ρόλο, αν το θες, αν το αντέχεις. Αντέχεις; Αντέχεις να είσαι σημαντικός ή ασήμαντος για κάποιον;

 "Σκορπιζόμαστε", είπε κάποιος, ένα βράδυ. "Είμαστε σύννεφα, είμαστε αέρας, είμαστε πεφταστέρια, είμαστε οι σπίθες της φωτιάς".
Πέφτουμε και σηκωνόμαστε, βουλιάζουμε και επιπλέουμε, στύβουμε τις καρδιές μας τα βραδια και πίνουμε το επομενο πρωί τον χυμό τους. Περνώντας από το μαύρο και το άσπρο, βρίσκουμε πιο γρήγορα την σωστή τιμή του απόλυτου γκρι. Είμαστε στρατιώτες στο ίδιο στρατόπεδο· μαχόμαστε για ζωή. Δεν γίνεται αλλιώς. Δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς. Θα τα καταφέρουμε, δεν μπορεί να μην τα καταφέρουμε.

Θα βουλιάξουμε και μετά τα επιπλεύσουμε.
Θα επιτύχουμε και θα αποτύχουμε.
Απο "τίποτα" θα μετατραπουμε σε "κάτι" και από "κάτι" σε "τίποτα".
Θα αλλάξουμε και θα γίνουμε άλλοι.
Ξανά και ξανά και ξανά.
Μέχρι να βρούμε την αληθινή μας μορφή.
Άνθρωποι είμαστε.