11.12.12

Η κατάρα του να θυμάσαι.


Εικοσιεννιά ή τριάντα; Δεν έχει καν σημασία το να κουράσουμε τα δάχτυλά μας μετρώντας δεκαετίες και ημέρες. Η ζωή δεν είναι αριθμοί, είναι εικόνες, σκέψεις και συναισθήματα, βιώματα και εμπειρίες, είναι στιγμές που χαράσσονται στο νου. Και αυτό, είναι μια από τις κατάρες (ναι, έχω καβατζώσει τουλάχιστον δύο. Μεγάλες.) που θα κάνουν παρέα στη σκιά μου μέχρι εκείνη να γίνει φως. Η κατάρα του να θυμάσαι.

Μνήμες. Μνήμες....

Τι κι αν προσπάθησα να λύσω τα άλυτα; Τι κι αν τελικά σχεδόν τα κατάφερα; Τι κι αν έφτασα, με δάκρυα στα μάτια, σε συμπεράσματα που περιλαμβάνουν τις τεράστιες, αφόρητες λέξεις "καλό" και "κακό"; Τι κι αν σχεδόν έκανα το κουβάρι του είναι μου μια ευθεία γραμμή, χρησιμοποιώντας το δυνατότερο όπλο του γνωστού και αγνώστου σύμπαντος, αυτό της ειλικρίνειας; Η διαπίστωση πως ακόμα και αν το μυαλό μπορεί να κατανοήσει, η καρδιά δεν κατανοεί ποτέ ολοκληρωτικά, απλά αφήνεται να παρασυρθεί, είναι αφοπλιστικά σοκαριστική. Γιατί όσο και αν τα όλα μιας ζωής τοποθετούνται στο σωστό ντουλάπι τους, γίνονται γρανάζια και αποκτούν τον ρόλο τους ο οποίος εξ'αρχής ήταν προδιαγεγραμμένος- όσο κι αν οι πράξεις, οι επιλογές, οι σκέψεις, τα όνειρα, μπαίνουν σε μια λογική σειρά και σε κάνουν να καταλήγεις κάπου, ποτέ δεν θα μπορέσεις να καταλάβεις πότε ακριβώς έγιναν όλα αυτά.

Ποτέ δε θα μπορέσω να συνειδητοποιήσω πως και πότε έγιναν όλα αυτά.

Κλείνω τα μάτια και θυμάμαι το σκοτεινό δωμάτιο με το κεράκι, το μουχλιασμένο κρεββάτι και την παγωμένη ατμόσφαιρα στο οποίο κοιμήθηκα την ημέρα της βάφτισής μου, σαν να ανήκει στο κοντινό παρελθόν. Θυμάμαι το μπλε φόρεμα, το παιχνίδι κάτω από το τραπέζι της πρώτης μου ημέρας στο νηπιαγωγείο σαν να αυτή η μέρα να ήταν η χθεσινή.

Θυμάμαι τον τεράστιο κιτρινισμένο χάρτη, τα καρό, βρώμικα πατώματα, τη μυρωδιά του τοστ πάνω στην ασημένια ξυλόσομπα σαν να πρόκειται για εικόνες του σημερινού πρωινού. Κι όμως, εκείνα τα πρωινά βρίσκονται τουλάχιστον 20 χρόνια μακριά. Θυμάμαι την απαίσια γεύση που είχε το γάλα με κακάο, τον ήχο που έκαναν τα κοκαλάκια όταν οι κοτσίδες μου χτυπούσαν μεταξύ τους, την ευχάριστη αίσθηση του να βάζω το χέρι μου στο καλοριφέρ που βρισκόταν πίσω από το παιδικό κρεββάτι μου όταν ξάπλωνα για να κοιμηθώ, μα και τα όνειρα που έβλεπα μετέπειτα -- και ξέρεις, ακόμα και τώρα ψάχνω ασυναίσθητα στον ύπνο μου να βρω εκείνο το καλοριφέρ, πίσω από το κεφαλάρι του κρεβατιού.

Θυμάμαι την πρώτη φορά που έβαλα κραγιόν, που αποτρίχωσα τα πόδια μου, που "άργησα να γυρίσω σπίτι το βράδυ". Θυμάμαι το σημείο του επίπλου και το χρώμα του μαρκαδόρου με τον οποίο έγραψα το όνομα του πρώτου αγοριού που μου άρεσε, γιατί δεν άντεχα να το κρατάω άλλο μέσα μου. Θυμάμαι την ένταση και τον ρυθμό που είχε το καρδιοχτύπι που ένιωσα όταν ερωτεύθηκα για πρώτη φορά, αλλά και το καρδιοχτύπι για το πρώτο μου αγόρι, στον πρώτο μου αληθινό έρωτα και στον πρώτο μου μεγάλο έρωτα.

Θυμάμαι όχι μόνο τη γεύση του πρώτου φιλιού, αλλά και το τι ρούχα φορούσαμε, τι χρώμα είχε η ομπρέλα που κρατούσαμε. Θυμάμαι την πρώτη φορά που κοιμήθηκα με κάποιον, την πρώτη φορά που έκανα έρωτα, τον πρώτο μου οργασμό, τον πρώτο χωρισμό, την πρώτη απογοήτευση, την πρώτη φορά που πληγώθηκα, την πρώτη φορά που πλήγωσα, τα πρώτα ερωτικά γράμματα, τα πρώτα αληθινά "σ'αγαπώ".

Θυμάμαι το πρώτο μου ταξίδι, το πρώτο cd που αγόρασα, την πρώτη φορά που ζήτησα ένα τραγούδι στο ραδιόφωνο, την πρώτη φορά που οδήγησα, που άνοιξα έναν υπολογιστή -- διάολε, θυμάμαι την πρώτη φορά που κατάλαβα ότι "σκέφτομαι", ότι μπορώ να μιλήσω στον εαυτό μου χωρίς να με ακούσει κανείς, και θυμάμαι που και με ποιους ήμουν καθώς και πόσο ένοχα ενθουσιασμένη ένιωσα όταν έκανα αυτή την πρώτη μου συνειδητή σκέψη.

Θυμάμαι όμως και ανθρώπους που σφιχταγκαλιαστήκαμε, που τσακωθήκαμε, που αγαπηθήκαμε, που  θαυμάσαμε ή θυμώσαμε ο ένας στον άλλον. Ανθρώπους που ανταλλάξαμε λέξεις, ιστορίες, όνειρα και παραμύθια σε πάρκα, καφετέριες, θρανία, οικογενειακά τραπέζια, πάνω από ανοιχτά βιβλία, μπουκάλια ή τάβλι, πίσω από μικρές ή μεγάλες οθόνες, επάνω σε "αγαπημένα μυστικά μέρη". Που μοιραστήκαμε το κρασί μας, το φαγητό μας, τον χώρο μας, στιγμές της ζωής μας. Ανθρώπους που ο χρόνος τους έστειλε μακριά, τους έφερε πιο κοντά, τους έκανε να μοιάζουν ξένους, τους έκανε πραγματικά ξένους ή τους εξαφάνισε, αφήνοντας τις αναμνήσεις αυτών των στιγμών που μοιραστήκαμε να αιωρούνται στην απολυτότητα του χρόνου, την αιωνιότητα.

Και αυτή είναι η κατάρα του να θυμάσαι.

Γιατί το ανέμελο κοριτσάκι με τα μακριά μαλλιά και τα φρου φρου φουστάνια, το παιδί με τις φόρμες και τα γυαλιά, η παράξενη έφηβη με τα κίτρινα παπούτσια, τα τεράστια φούτερ και τα ακουστικά στα αυτιά, η  ασυνήθιστη κοπέλα με τα πολύχρωμα μαλλιά που πάντα έγραφε κάτι σε ένα πρόχειρο τετράδιο, η απόμακρη, κυκλοθυμική γυναίκα είμαι εγώ. Όπως και αν με συνάντησες, όποτε και αν με γνώρισες, ότι κι αν μοιράστηκες μαζί μου, ότι κι αν έζησες μαζί μου είναι ένα κομμάτι από το σύνολο του εγώ μου.

Όλα αυτά με έκαναν αυτό που είμαι και όλα αυτά τα έκανα εγώ. Όλα αυτά, μαζί με τόνους από περισσότερες χαρές και λύπες, λιγότερο σημαντικές, όμορφες, άσχημες και αδιάφορες στιγμές, απέχουν μονάχα ένα *τσαφ* του χρόνου μακριά από το τώρα. Μα αν το εγώ είναι ένα κούτσουρο, ο χρόνος είναι μοναχά οι φλόγες που το κάνουν να αργοκαίει -- μέχρι να γίνει στάχτη και σκόνη στον αέρα.

Όσο κι αν στύβεις το μυαλό σου προσπαθώντας να παρατάξεις τις αναμνήσεις, τις εμπειρίες, τα αληθινά, τα ειλικρινή σε μια ευθεία γραμμή για να μάθεις, να καταλάβεις τον κόσμο, τους ανθρώπους, εσένα πρώτα απ'όλα, η καρδιά σου ποτέ δεν θα μπορέσει να καταλάβει, να συνειδητοποιήσει, να χωνέψει τον χρόνο.

Δεν έχει καμία σημασία αν είναι εικοσιεννιά ή τριάντα. Ένα μακροσκελές, έντονο καρδιοχτύπι είναι, όσους αριθμούς κι αν εσύ θες να του φορτώσεις.

Και όλα τούτα, τα υπενθυμίζω σε εμένα, που θα τα διαβάζω ένα χρόνο μετά θα ανατριχιάζω και θα νιώθω για όσο διαρκεί αυτή η ανάγνωση όπως νιώθω τώρα. Θα θυμάμαι ξανά. Για τριακοστή ή τριακοστή πρώτη φορά. Όπως σήμερα που μου τα υπενθύμισε ένα, καλύτερα κρυμμένο από τούτο, σοκαριστικό γράμμα με εμένα για παραλήπτη, που γράφτηκε ακριβώς έναν χρόνο πριν.


No comments: